γνωσιθήρας

γνωσιθήρας
ο
αυτός που επιδιώκει την απόκτηση γνώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + θήρα «κυνήγι, επίμονη επιδίωξη». Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γνωσιθηρία — η επιδίωξη να αποκτηθούν γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωσιθήρας. Η λ. μαρτυρείται το 1878 από τον Στέφ. Κουμανούδη στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”